Μια Εισαγωγή στην Επιστημονική Φαντασία,
του Λ. ΡΟΝ ΧΑΜΠΑΡΝΤ

Απόσπασμα από το Πεδίο Μάχης Γη: Ένα Έπος του Έτους 3000

Πρόσφατα πέρασα μια περίοδο όπου είχα λίγα πράγματα να κάνω. Αυτό ήταν κάτι το καινούργιο σε μια ζωή τόσο γεμάτη με πολυάσχολα χρόνια, και αποφάσισα να διασκεδάσω γράφοντας μια νουβέλα, η οποία ήταν καθαρά επιστημονική φαντασία.

Στις δύσκολες μέρες μεταξύ του 1930 και του 1950, ήμουν επαγγελματίας συγγραφέας, όχι μόνο γιατί ήταν η δουλειά μου, αλλά επίσης γιατί ήθελα να χρηματοδοτήσω μια πιο σοβαρή έρευνα. Εκείνες τις ημέρες υπήρχαν λίγοι φορείς που έδιναν άφθονες επιχορηγήσεις σε ελεύθερους επαγγελματίες. Παρά τα όσα μπορεί να ακούσει κανείς για το πρόγραμμα «ανακούφισης» του Ρούσβελτ, τα χρόνια εκείνα ήταν χρόνια ύφεσης. Κάποιος ή πετύχαινε ή λιμοκτονούσε. Ή έφτανε στην κορυφή ή γινόταν αλήτης των υπονόμων. Έπρεπε να εργάζεται κανείς πολύ σκληρά στην τέχνη του, διαφορετικά δε θα είχε καμιά τέχνη. Ήταν μια περίοδος με μεγάλες προκλήσεις για οποιονδήποτε την έζησε.

Έχω ακούσει να λένε, σαν προσβολή, ότι «Ήταν συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας», κι αυτό το έχω ακούσει να το λένε για πολλούς. Αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι λίγοι άνθρωποι κατανοούν το ρόλο που έχει παίξει η επιστημονική φαντασία στις ζωή όλου τους πληθυσμού της Γης.

Απλώς, έχει τύχει να διαβάσω αρκετά πρότυπα βιβλία, τα οποία επιχειρούν να ορίσουν την «επιστημονική φαντασία» και να ανιχνεύσουν την ιστορία της. Υπάρχουν πολλοί εμπειρογνώμονες σ’ αυτό το πεδίο και πολλές αμφιλεγόμενες απόψεις. Η επιστημονική φαντασία έχει την εκτίμηση του πιο στενά συνδεδεμένου αναγνωστικού κοινού που μπορεί να υπάρχει, ίσως του πιο αφοσιωμένου από οποιοδήποτε άλλο είδος. Οι θιασώτες ονομάζονται «οπαδοί» και ο όρος αυτός χαίρει γενικής εκτίμησης στην επιστημονική φαντασία.

Λίγοι επαγγελματίες συγγραφείς, ακόμα κι εκείνοι της επιστημονικής φαντασίας, έχουν γράψει πολλά για το χαρακτήρα της «επιστημονικής φαντασίας». Συνήθως είναι πολύ απασχολημένοι στο να παραδώσουν το ίδιο το έργο, ώστε να αναπτύξουν αυτό που έχουν γράψει. Αλλά υπάρχουν πολλοί ειδικοί επί του θέματος, τόσο μεταξύ των κριτικών όσο και των οπαδών, και έχουν πολλά πράγματα που αξίζει τον κόπο να πουν.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ψευδείς εντυπώσεις, τόσο αναφορικά με το είδος όσο και με τους συγγραφείς του. Έτσι, όταν κάποιος δηλώνει ότι ξεκίνησε να γράψει ένα έργο καθαρά επιστημονικής φαντασίας, καλά θα κάνει να δηλώνει ποιο ορισμό χρησιμοποιεί.

«Οι Στριτ και Σμιθ δε χαίρονταν, μια και το περιοδικό τους δημοσίευε κυρίως ιστορίες για μηχανές και τα εξαρτήματά τους»

Θα ήταν μάλλον καλύτερα να επιστρέψουμε στην εποχή του 1938, όταν μπήκα για πρώτη φορά σ’ αυτό το πεδίο, τη μέρα που γνώρισα τον Τζον Γ. Κάμπελ, τον νεότερο, τη στιγμή που ξημέρωνε μια εποχή που έχει γίνει γνωστή ως η Χρυσή Εποχή της επιστημονικής φαντασίας. Είχα αρκετή άγνοια για το πεδίο και, μάλιστα, το έβλεπα λιγάκι διστακτικά. Δεν ήμουν εκεί από δική μου επιλογή. Είχα κληθεί στο αχανές παλιό κτήριο της Εβδόμης Λεωφόρου, στη σκονισμένη, βρόμικη, γέρικη Νέα Υόρκη από τα μεγάλα αφεντικά της εκδοτικής εταιρείας Στριτ και Σμιθ – από κάποιο στέλεχος ονόματι Μπλακ κι άλλον έναν, τον Φ. Όρλιν Τρεμέν. Μαζί μου ήταν κι ένας άλλος συγγραφέας, ο Άρθουρ Τζ. Μπερκς. Εκείνη την εποχή, όταν το μεγάλο αφεντικό μιας εκδοτικής εταιρείας –ειδικότερα κάποιας τόσο παλιάς και με τόσο γόητρο όσο η Στριτ και Σμιθ– «προσκαλούσε» ένα συγγραφέα, ήταν σαν να σε διάταζαν να παρουσιαστείς μπροστά στο βασιλιά ή να σε καλούν στο δικαστήριο. Πήγαινες, καθόσουν εκεί υπάκουα και μιλούσες όταν σου μιλούσαν.

Και οι δυο μας, ο Άρθουρ Τζ. Μπερκς κι εγώ, ήμασταν κορυφαίοι επαγγελματίες σε άλλα συγγραφικά πεδία. Βάσει πραγματικής κατάταξης του Α. Β. Ντικ, η οποία καθόριζε τις τιμές της διαφήμισης για τους εκδοτικούς οίκους, όποιο από τα δύο ονόματά μας εμφανιζόταν στο εξώφυλλο ενός περιοδικού, θα ανέβαζε την κυκλοφορία στα ουράνια, κάτι σαν τις σημερινές εκτιμήσεις της τηλεθέασης.

Το μεγάλο αφεντικό μπήκε γρήγορα στο ψητό. Πρόσφατα είχαν ξεκινήσει, ή είχαν αποκτήσει, ένα περιοδικό που λεγόταν Εκπληκτική Επιστημονική Φαντασία.Άλλα περιοδικά εκδίδονταν από άλλους οίκους, αλλά η Στριτ και Σμιθ δε χαίρονταν, μια και το περιοδικό τους δημοσίευε κυρίως ιστορίες για μηχανές και τα εξαρτήματά τους. Ως εκδότες, τα στελέχη της εταιρείας γνώριζαν πως έπρεπε οι ιστορίες να έχουν ανθρώπους. Μας είχαν καλέσει επειδή, πέρα από την κατάταξή μας από τον Α. Β. Ντικ ως συγγραφείς, μπορούσαμε να γράφουμε για πραγματικούς ανθρώπους. Ήξεραν ότι ήμασταν απασχολημένοι και ότι είχαμε άλλες δεσμεύσεις. Αλλά, μήπως θα είχαμε την ευγενή καλοσύνη να γράψουμε επιστημονική φαντασία; Τους είπαμε ότι θα το κάναμε.

Κάλεσαν τον Τζον Γ. Κάμπελ, τον νεότερο, τον εκδότη του περιοδικού. Αυτός βρέθηκε μπροστά σε δυο συγγραφείς περιπετειών και, παρόλο ότι οι συγγραφείς περιπετειών θα μπορούσε να είναι οι αριστοκράτες ολόκληρου του πεδίου και θα μπορούσαν να έχουν πληθώρα οπαδών οι ίδιοι, δεν ήταν συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Αντέδρασε. Κατ’ αρχάς, το να καλεί κορυφαίους συγγραφείς, θα κατέστρεφε τον προϋπολογισμό που διέθετε για τις ιστορίες, λόγω των υψηλών τους αμοιβών ανά λέξη. Και, επιπλέον, είχε τις δικές του ιδέες για το τι είναι η επιστημονική φαντασία.

Ο Κάμπελ, ο οποίος κυριαρχούσε σε ολόκληρο το πεδίο της επιστημονικής φαντασίας, κυριολεκτικά ως ο τσάρος του, ως το θάνατό του το 1971, ήταν ένας θεόρατος άνθρωπος που είχε διαπρέψει στη φυσική στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και είχε κάνει και διδακτορικό. Η αντίληψη που είχε για να πάρει μια ιστορία ήταν να βάζει κάποιον καθηγητή ή επιστήμονα να τη γράφει, και μετά να την συμμαζεύει και να τη δημοσιεύει. Ίσως να είναι λιγάκι αγενές, αλλά στ’ αλήθεια αυτό έκανε. Για να γεμίσει τις σελίδες του ακόμα κι εκείνος έγραφε ιστορίες για το περιοδικό, έχοντας μεγάλη επιδεξιότητα ως συγγραφέας.

Το μεγάλο αφεντικό χρειάστηκε να διατάξει άμεσα τον Κάμπελ να αγοράσει και να εκδώσει ό,τι γράφαμε γι’ αυτόν. Ήθελε να έχει ανθρώπους στις ιστορίες του και να γίνεται κάτι, πέρα από τις μηχανές.

Δεν μπορώ να σας πω πόσους άλλους συγγραφείς κάλεσαν. Δεν ξέρω. Για να είμαι δίκαιος, μπορεί να ήταν ο ίδιος ο Κάμπελ που τους βρήκε αργότερα. Αλλά μη σας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Κάμπελ ήταν, δικαιωματικά, κάτι λιγότερο από αυθεντία και ιδιοφυία. Αυτό θα σας το βεβαιώσει οποιοσδήποτε από την ομάδα των συγγραφέων που συγκέντρωσε κατά την διάρκεια εκείνης της Χρυσής Εποχής. Ο Κάμπελ μπορούσε να ακούει. Μπορούσε να βελτιώνει τα πράγματα. Μπορούσε να επινοεί μικρές αλλαγές στην πλοκή, που δημιουργούσαν αριστουργήματα. Άξιζε τον τίτλο που είχε κερδίσει και και παρέμεινε κορυφαίος εκδότης και η κυρίαρχη δύναμη, που έδωσε στην επιστημονική φαντασία το σεβασμό που αυτή απέκτησε. Ο Πόλεμος των Άστρων, που με ρεκόρ εισιτηρίων όλων των εποχών ως τα σήμερα (που ξεπεράστηκε μόνο από τις συνέχειές του), ποτέ δε θα είχε υπάρξει αν η επιστημονική φαντασία δεν είχε αποκτήσει το σεβασμό που της είχε προσδώσει ο Κάμπελ. Πέρα απ’ αυτό, ο Κάμπελ δεν έπαιξε καθόλου μικρό ρόλο στην πορεία αυτής της κοινωνίας στην εποχή του διαστήματος.

Έπρεπε να δουλέψει κανείς πραγματικά μαζί με τον Κάμπελ για να καταλάβει πού προσπαθούσε να πάει και ποιες ήταν οι αντιλήψεις του γι’ αυτό το πράγμα που λεγόταν «επιστημονική φαντασία». Δεν μπορώ να σας παραθέσω αποσπάσματα της δουλειάς του· μπορώ μόνο να σας πω τι εγώ ένιωθα ότι προσπαθούσε να κάνει. Με τον καιρό γίναμε φίλοι. Σε γεύματα και στο γραφείο του, όσο και στο σπίτι του τα Σαββατοκύριακα –όπου η σύζυγός του, η Ντόνια, εξομάλυνε τα πράγματα–, η συζήτηση περιστρεφόταν πάντα γύρω από τις ιστορίες, αλλά επίσης και την επιστήμη. Το να πούμε ότι ο Κάμπελ θεωρούσε την επιστημονική φαντασία ως «προφητεία», αποτελεί υπεραπλούστευση. Είχε πολύ ακριβείς ιδέες γι’ αυτήν.